ἐξοιδήσῃ

ἐξοιδήσῃ
ἐξοιδήσηι , ἐξοίδησις
swelling
fem dat sg (epic)
ἐξοιδέω
swell
aor subj mid 2nd sg
ἐξοιδέω
swell
aor subj act 3rd sg
ἐξοιδέω
swell
fut ind mid 2nd sg
ἐξοιδέω
swell
aor subj mid 2nd sg
ἐξοιδέω
swell
aor subj act 3rd sg
ἐξοιδέω
swell
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξοίδηση — η (AM ἐξοίδησις) [εξοιδαίνω] παθολογική αύξηση τού όγκου τμήματος τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • εξοιδητικός — ή, ό [εξοίδηση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξοίδηση 2. αυτός που προκαλεί εξοίδηση …   Dictionary of Greek

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

  • βρογχίτιδα — Ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προσβάλλει κυρίως τον βλεννογόνο υμένα των βρόγχων. Οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολλές. Προέρχεται κυρίως από λοίμωξη που προκαλεί ο ιός της γρίπης, της ιλαράς, του κοκίτη και πολλών άλλων νοσημάτων …   Dictionary of Greek

  • παραστέλλω — ΜΑ μσν. (με γεν.) αφαιρώ, αποστερώ («παραστέλλω τοῡ ζῆν», Ευστ.) αρχ. 1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.) 2. συστέλλω, συσφίγγω («παραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.) 3. ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • παροίδησις — ἡ, Α [παροιδώ] η εξοίδηση, το πρήξιμο, το φούσκωμα …   Dictionary of Greek

  • σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • σκορβούτο — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από ένδεια των βιταμινών C και Ρ. Είναι γνωστή από αιώνες και πολλές επιδημίες έχουν παρουσιαστεί κατά το παρελθόν και στην Ευρώπη· ιδιαίτερα προσβάλλονταν οι ναυτικοί κατά την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων,… …   Dictionary of Greek

  • φούσκωμα — το, Ν [φουσκώνω] 1. διόγκωση, εξόγκωση 2. διάταση, διεύρυνση 3. εξοίδηση, οίδημα, πρήξιμο 4. δυσφορία που προέρχεται από στομαχική διαταραχή ή από δύσπνοια 5. κόρδωμα, έπαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”